- ἰβυκτήρ
- ἰβυκτήρ, ῆρος, ὁ, in Cretan,A one who begins a war-song, Hsch. (-βηκ- cod.). [full] ἰβύκχα· σεμνότης, ἢ σωρὸς κρεῶν, Id. (-ύηχ- cod.). [full] ἶβυξ, υκος,= ἶβις, Id. [full] ἴβυς, υος, ὁ,= εὐφημία, στιγμή, Id. [full] ἰβύω, shout: strike, Id.; cf. [full] ἰβῶν· εὐφημῶν, στάζων, Id. [full] ἴγα, in Cretan,= σίγα, Id. [full] ἴγγι τινί: ἐπιθυμίᾳ τινὶ ἑλκομένη, Id. (leg. ἴυγγι). [full] ἴγγια· εἷς (Cypr.), Id. [full] ἴγδην and [full] ἴγνην· ἄρσην, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.